-
1 σπινθήρ
σπινθήρ, ῆρος, ὁ, Funke, τοῦ δέ τε (ἀστέρος) πολλοὶ ἀπὸ σπινϑῆρες ἵενται, Il. 4, 77, es sprühen Funken von ihm; ὀφϑαλμοὺς σπινϑῆρας ἔχεις, Strat. 38 (XII, 196); ἐκ τούτου τοῠ σπινϑῆρος ὁ πρὸς Αἰτωλοὺς ἐξεκαύϑη πόλεμος, Pol. 18, 22, 2; Sp.
-
2 σπινθήρ
σπινθήρ, ῆρος, ὁ, Funke -
3 σπινθαρίς
σπινθαρίς, ίδος, ἡ, = σπινϑήρ, H. h. Apoll. 442.
-
4 γυιο-βόλος
γυιο-βόλος, die Glieder treffend, σπινϑήρ Nonn. 48, 59.
См. также в других словарях:
σπινθήρ — spark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρ' — σπινθῆρα , σπινθήρ spark masc acc sg σπινθῆρι , σπινθήρ spark masc dat sg σπινθῆρε , σπινθήρ spark masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. σπινθήρας … Dictionary of Greek
σπινθῆρα — σπινθήρ spark masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρας — σπινθήρ spark masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρες — σπινθήρ spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρι — σπινθήρ spark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρος — σπινθήρ spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρσι — σπινθήρ spark masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθῆρσιν — σπινθήρ spark masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπινθήρων — σπινθήρ spark masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)