-
1 σπινθηροβόλημα
το, σπινθηροβόλία η искрение, сверкание; сияние, блеск -
2 σπιρτάδα
η1) крепость (спирта, водки); 2) запах или перегар спирта; 3) горький вкус (спиртных напитков); 4) перен. острота ума, сообразительность, смышлёность; 5) см. σπινθηροβόλημα
См. также в других словарях:
σπινθηροβόλημα — σπινθηροβόλημα, το και σπινθηροβολιά, η σπινθηρισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπινθηροβόλημα — το, Ν εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
σπιθοβόλημα — το, Ν [σπιθοβολώ] το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων … Dictionary of Greek
σπίθισμα — το σπινθηροβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)