-
1 σπιλαδώδης
σπῐλᾰδώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπιλαδώδης
-
2 σπιλαδώδης
σπιλαδ-ώδης, ες, felsen- oder klippenartig -
3 σπιλαδώδεις
σπιλαδώδηςrocky: masc /fem acc plσπιλαδώδηςrocky: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
4 σπιλ-ώδης
-
5 σπιλώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπιλώδης
См. также в других словарях:
σπιλαδώδης — ῶδες, Α [σπιλάς (Ι), άδος] βραχώδης … Dictionary of Greek
σπιλαδώδεις — σπιλαδώδης rocky masc/fem acc pl σπιλαδώδης rocky masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)