Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σπιθ-

См. также в других словарях:

  • κηπούρι(ν) — κηπούρι(ν), τὸ (Μ) (για την Εδέμ) μικρός κήπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κατάλ. ούρι(ν) (< ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον), πρβλ. καλαθ ούρι, σπιθ ούρι] …   Dictionary of Greek

  • σπίθα — η, Ν 1. ο σπινθήρας («εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ άχερα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. (για αισθήματα και καταστάσεις) η αρχική αιτία, το πρώτο έναυσμα («από μια σπίθ απόμικρη φωτιά μεγάλη γίνη», Ερωτόκρ.) 3. φρ. α) «τα μάτια του βγάζουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»