-
1 σπιθαμη
-
2 σπιθαμή
σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 σπιθαμῇ
σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 σπιθαμή
σπιθαμή, ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιϑαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.
-
5 σπιθαμή
σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 σπιθαμή
σπιθαμή, ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; römisch dodrans -
7 σπιθαμή
Grammatical information: f.Meaning: `span, the range between the stretched thumbs and the little finger' (IA).Compounds: As 2. member a. o. in τρι-σπίθαμος `measuring three spans' (Hes. Op. 426 a.o.; cf. den Boer Mnem. 4: 9, 3).Derivatives: σπιθαμ-ιαῖος `one span wide' (Hp., Arist. a. o.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin](X)Etymology: Has be compared with the group παλάμη, δόχμη, πυγμή (s. vv. w. lit.) a. o.; on the θ-suffix cf. also σπιθίαι σανίδες (`planks') νεώς H. (here Frisk mentions Germ. Spant, I don't understand why). -- I see no reason to connect σπίδιος a. cognates. - It seems to me that this is a Pre-Greek word (suffix - αμ-), though I see no further indications for it.Page in Frisk: 2,767Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπιθαμή
-
8 σπιθαμή
σπιθαμή, ῆς, ἡ a measure of distance equal to the space betw. the thumb and little finger of the hand when spread out, about 23 cm., span (Hdt. 2, 106 al.; Diod S 3, 47, 2; pap, LXX; ApcEsdr 4:31 p. 29, 7 and 7:5 p. 32, 16 Tdf.) B 16:2 (Is 40:12).—DELG. -
9 σπιθαμή
η пядь (мера длины);ούτε σπιθαμή γης — ни пяди земли;
§ σπιθαμή προς σπιθαμή — пядь за пядью; — каждую пядь;
τό ξέρω σπιθαμή προς σπιθαμή — знать каждый уголок (где-л.);
ερευνώ σπιθαμή προς σπιθαμή — прочёсывать местность
-
10 σπιθαμή
-ῆς + ἡ N 1 4-3-2-0-0=9 Ex 28,16(bis); 36,16(bis)(39,9(bis)); JgsA 3,16span (distance between thumb and little finger) -
11 σπιθαμή
σπῐθᾰμ-ή, ἡ,A space one can embrace between the thumb and little finger, span (EM647.34), as a fixed measure, = 3 παλαισταί ( Hero *Deff.131), first in Hdt.2.106, Hp.Mochl.38 (though the compd. τρισπίθαμος occurs in Hes.Op. 426); also in Pl.Alc.1.126d, Arist.HA 606a14, Pol. 1302b38, Chrysipp.Stoic.2.47, POxy.669.32 (iii A.D.), etc.:metaph.,σ. τοῦ βίου Diogenian.8.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπιθαμή
-
12 σπιθαμή
karış -
13 σπιθαμή
spanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπιθαμή
-
14 span
σπιθαμή -
15 σπιθαμαί
σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem nom /voc pl -
16 σπιθαμήν
σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 karış
σπιθαμή, πιθαμή -
18 пядь
пяд||ьж ἡ σπιθαμή:\пядь земли μιά σπιθαμή γής· ◊ будь он семи \пядьей во лбу καί πιό σοφός ἀπό τόν Σωκράτη νά εἶναι... -
19 γλώσσα
I η1) анат. язык;γλώσσα άσπρη — или γλώσσα με επίχρισμα — обложенный язык;
δείχνω τη γλώσσα — показывать язык (врачу);
βγάζω ενός τη γλώσσα μου — показывать кому-л. язык (из озорства);
2) язык, речь;μητρική γλώσσα — родной язык;
ξένη γλώσσα — иностранный язык;
ζωντανή (νεκρή) γλώσσα — живой (мёртвый) язык;
λογοτεχνική γλώσσα — литературный язык;
γλώσσα γραφομένη — письменная речь;
ομιλούμενη γλώσσα — разговорный язык (в противоположность письменному языку);
απλή γλώσσα — простонародный язык, просторечие;
ιδιωματική γλώσσα — диалект;
αδελφές γλώσσες — родственные языки;
δημοτική (γλώσσ) — димотика;
μαλλιαρή γλώσσα — крайняя димотика;
(γλώσσ) καθαρεύουσα — кафаревуса;
μικτή ( — или καθομιλουμένη) γλώσσα — смесь кафаревусы и димотики;
ομιλώ δυό γλώσσες — разговаривать на двух языках;
3) перен. язык, язычок;γλώσσα υποδημάτων — язычок ботинок;
γλώσσα πνευστού μουσικού οργάνου — язычок духового музыкального инструмента;
γλώσσα νήζ — коса (шиш);
γλώσσες πυρός ( — или φωτιάς) — языки пламени;
γλώσσα καμπάνας — язык колокола;
γλώσσα της ζυγαριάς — стрелки весов;
§ κακιά ( — или κακή) γλώσσα — злой язык;
όπως λένε οι κακές γλώσσες... — злые языки говорят...;
γλώσσα σπαθί — острый язык;
έχει μακριά τη γλώσσα — или έχει μιά σπιθαμή ( — или μιά οργυιά) γλώσσα — или δεν κρατά τη γλώσσα του ( — или βγάζει γλώσσ) — у него длинный язык;
γλώσσα ροδάνι — или γλώσσ (πού κόβει) ψαλίδι — а) болтун; — б) язык хорошо подвешен;
πάει η γλώσσ μου ροδάνι — быть бойким на язык;
έχει ακονισμένη τη γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;
η γλώσσα του στάζει φαρμάκι — его язык источает яд, у него очень злой язык;
η γλώσσα του στάζει μέλι — слушать его одно удовольствие;
του δέθηκε η γλώσσα — или κατάπιε τη γλώσσα του — он будто язык проглотил, у него отнялся язык;
λύνω τη γλώσσα κάποιου — заставить кого-л. говорить, развязывать кому-л. язык;
του λύθηκε η γλώσσα — у него развязался язык;
μάλλιασε ( — или εβγαλε μαλλιά) η γλώσσα μου — устал уговаривать, убеждать;
με τρώει η γλώσσα μου — у меня язык чешется;
ακονίζω τη γλώσσα μου — точить язык (на кого-л.);
δεν είμαι κύριος της γλώσσας μου — быть невоздержанным на язык;
δαγκώνω τη γλώσσα μου — прикусить язык;
δάγκασε τη γλώσσα σου! — или πού να φας τη γλώσσα σου — типун тебе на язык!, чтоб язык у тебя отсох!;
μου βγαίνει η γλώσσα (μιά σπιθαμή) — язык на плечо, сильно устать;
με τη γλώσσα εξω — высунув язык;
μάζεψε ( — или δέσ) τη γλώσσα σου! — придержи язык!;
γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει — посл, язык мягок, а кости ломает; — язык — опасное оружие;
μη προτρεχέτω η γλώσσα της διανοίας — погов, семь раз языком поверни, а потом скажи;
λανθάνουσα η γλώσσ την αλήθεια λέει — или αμαρτάνουσα η γλώσσα τ' αληθή λέγει — погов. язык мой — враг мой
γλώσσα2II η зоол, глосса, косорот, морской язык (рыба) -
20 σπιθαμήι
σπιθαμῇ, σπιθαμήspace one can embrace between the thumb and little finger: fem dat sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
σπιθαμή — σπιθαμή, η και πιθαμή, η 1. πρόχειρο μέτρο ίσο με την απόσταση από το άκρο του αντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου: Πρέπει να κοντύνεις το φόρεμα μια πιθαμή. 2. «σπιθαμή προς σπιθαμή», παντού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπιθαμῇ — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμή — space one can embrace between the thumb and little finger fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμή — η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν 1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.) 2. (για χρόνο)… … Dictionary of Greek
σπιθαμῆι — σπιθαμῇ , σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμαῖν — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμαῖς — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμαί — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμῆς — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμήν — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπιθαμῶν — σπιθαμή space one can embrace between the thumb and little finger fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)