-
1 σπειρον
τό1) обертка из ткани, полотнищеεἴλυμα σπείρων Hom. — ткань для обертывания тела, легкая накидка;
κακὰ σπεῖρα Hom. — жалкое рубище2) погребальное одеяние, саван Hom.3) парус(πείσματα καὴ σπεῖρᾱ Hom. - ᾱ в арсисе!)
См. также в других словарях:
σπεῖρον — σπείρω sow aor imperat act 2nd sg σπείρω sow pres part act masc voc sg σπείρω sow pres part act neut nom/voc/acc sg σπείρω sow imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σπείρω sow imperf ind act 1st sg (homeric ionic) σπεῖρον piece of cloth neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρον — τὸ, Α 1. κομμάτι υφάσματος (α. «εἴλυμα σπείρων», Ομ. Οδ. β. «σπεῑρα κάκ ἀμφ ὤμοισι βαλών», Ομ. Οδ.) 2. σάβανο 3. ιστίο πλοίου 4. γυναικείο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπεῖρα με αρχική σημ. «αυτό με το οποίο τυλίγεται κανείς», από όπου… … Dictionary of Greek
σπειρίον — (I) τὸ, Α [σπεῑρα] μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα. (II) τὸ, Α μικρό σπεῑρον*, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. τής λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση τής λ. σε σείρια (< Σείριος)] … Dictionary of Greek
σπειροφόρος — (I) ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir (< σπείρα) + fer (< λατ. fero «φέρω»)].… … Dictionary of Greek
σπείρω — sow aor subj act 1st sg σπείρω sow pres subj act 1st sg σπείρω sow pres ind act 1st sg σπείρω sow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut nom/voc/acc dual σπεί̱ρω , σπεῖρον piece of cloth neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
σπείρας — είρατος, τὸ, Α είδος ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος, γυναικείο ένδυμα» κατά τα σιγμόληκτα σε ας] … Dictionary of Greek
σπείρος — ους, τὸ, Α περικάλυμμα («σπείρεα βολβῶν», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σπεῖρον, κατά τα σιγμόληκτα. Η λ. απαντά στον τ. σπείρεα (πιθ. κατά το ῥήγεα, πληθ. τού ρήγος «κομμάτι βαμμένου υφάσματος») και αναφέρεται στις φλούδες τών κρεμμυδιών] … Dictionary of Greek
σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] … Dictionary of Greek
σπειρώ — όω, ΝΑ συστρέφω κάτι ώστε να σχηματίσει σπείρες, περιελίσσω, κουλουριάζω αρχ. τυλίγω στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «συστρέφω» και ιδίως στον τ. τής μεσ. φωνής σπειροῦμαι < σπεῖρα, ενώ ο ενεργ. τ. σπείρω με την ειδικότερη σημ. «τυλίγω … Dictionary of Greek
σπειρώδης — ῶδες, Α [σπεῑρον] αυτός που έχει πολλά περιβλήματα, πολλούς χιτώνες («σπειρώδεϊ κόρσῃ σκίλλης», Νίκ. Αλεξ.) … Dictionary of Greek