-
1 σπερματούχος
-
2 σπερματοῦχος
-
3 σπερματοῦχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερματοῦχος
-
4 σπερματούχον
σπερματοῦχοςseed-holding: masc /fem acc sgσπερματοῦχοςseed-holding: neut nom /voc /acc sg -
5 σπερματοῦχον
σπερματοῦχοςseed-holding: masc /fem acc sgσπερματοῦχοςseed-holding: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
σπερματοῦχος — seed holding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματούχος — ον, Μ 1. αυτός που έχει σπέρμα 2. παραγωγικός, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + οῦχος* (< ἔχω)] … Dictionary of Greek
σπερματοῦχον — σπερματοῦχος seed holding masc/fem acc sg σπερματοῦχος seed holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek