Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σπερματικῶν

См. также в других словарях:

  • σπερματικῶν — σπερματικός of fem gen pl σπερματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζωοσπερμία — η Ιατρ. η απουσία σπερμοτοζωαρίων στο εκσπερμάτισμα, ενώ υπάρχουν ανώριμες προβαθμίδες τους (σπερματοβλάστες). Οφείλεται σε απόφραξη τών σπερματικών σωληναρίων τών όρχεων από διάφορες αιτίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < azoospermia, νεολατιν. επιστημον. όρος,… …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • κιρσοκήλη — Κιρσώδης διεύρυνση των σπερματικών φλεβών στο όσχεο. Παρουσιάζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 17 30 ετών. Η εμφάνιση της κ. οφείλεται στην αύξηση της τροφοδότησης των γεννητικών οργάνων με αίμα και στη δύσκολη απαγωγή του. Αυτό συμβαίνει κυρίως όταν …   Dictionary of Greek

  • ροιαδώδης — ες, Ν το ουδ. ως ουσ. τα ροιαδώδη βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που έχουν ως χαρακτηριστικά την κυρτή ανθοδόχη, τα χωριστά πέταλα και την επιφυή ωοθήκη με πλευρική πρόσφυση τών σπερματικών βλαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοδόχος — και σπερμοδόχος, ο, θηλ. και α, Ν ανατ. 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει σπέρμα 2. φρ. «σπερματοδόχος κύστη» (ανατ. φυσιολ.) καθένας από τους δύο επιμήκεις απιοειδείς θυλάκους που βρίσκονται στη συνέχεια τών σπερματικών πόρων επάνω από τον… …   Dictionary of Greek

  • σπερματόρροια — η, Ν ιατρ. η ακούσια εκροή σπέρματος ή μόνον εκκρίματος τών σπερματοδόχων κύστεων ή τού προστάτη, χωρίς αίσθημα ηδονής, συχνά κατά την αφόδευση ή την ούρηση επί χρόνιων νόσων ή διαταραχών τής φυτικής νευρώσεως τών σπερματικών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αζωσπερμία — Η έλλειψη σπερματοζωαρίων στο σπέρμα. Παρατηρείται φυσιολογικά σε άτομα γεροντικής και παιδικής ηλικίας, καθώς και σε περιπτώσεις ανορχιδίας. Α. μπορούν να προκαλέσουν κυρίως ο ευνουχισμός, η κιρσοκήλη, η ορχίτιδα και η σύνθλιψη των σπερματικών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»