-
1 σπερματίς
σπερματίς, ίδος, ἡ, φλέψ, die Saamenader; bei Arist. H. A. 3, 2 steht auch σπερματίτιδες φλέβες.
-
2 σπερματίς
σπερματίς, ίδος, ἡ, φλέψ, die Samenader -
3 σπερματίς
(-ίδος) η анат. семенная железа -
4 σπερματῖτις
σπερματῖτις, s. σπερματίς.
-
5 σπερματοβλάστη
η см. σπερματίς -
6 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
7 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
8 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς -
9 σπερμ(ατ)οκύτταρο(ν)
το см. σπερματίς
См. также в других словарях:
σπερματίδα — η / σπερματίς, ίδος, ΝΑ και σπερματίδη Ν νεοελλ. ανατ. η άμεση πρόδρομη μορφή τού σπερματοζωαρίου, αλλ. κύτταρο τού Κέλλικερ αρχ. φρ. «σπερματίδες φλέβες» οι σπερματίτιδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς). Η λ. ως… … Dictionary of Greek