-
1 σπερματίας
σπερματίας, ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.
-
2 σπερματίας
σπερματίας, ὁ, σικυός, Samengurke, dem εὐνουχίας entggstzt -
3 σίκυος
σίκυος oder σικυός, ὁ, auch σίκυς, ὁ, die gemeine Gurke, Ar. Pax 966 u. Folgde; Ath. oft; die unreif u. roh gegessen ward, dah. auch ὠμός; eine andere Art, die man nur reif aß, hieß σικύα, σίκυος σπερματίας u. σίκυος πέπων, auch allein πέπων, Sp., wie Strat. 39 (XII, 197); χνοάοντα, Philip. 20 (VI, 102); vgl. Lob. Phryn. 258 ff.
-
4 εὖν ουχίας
εὖν ουχίας, ὁ, einem Verschnittenen ähnlich, zur Zeugung unfähig, Hippocr., Arist.; so auch σικυός, ohne Saamenkörner, im Ggstz von σπερματίας, Plat. com. bei Ath. II, 68 c; κάλαμος, Rohr ohne Blüthenkolben, Theophr.
См. также в других словарях:
σπερματίας — σπερματίᾱς , σπερματία seed fem acc pl σπερματίᾱς , σπερματία seed fem gen sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc acc pl σπερματίᾱς , σπερματίας left to ripen for seed masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματίας — ὁ, ΝΜΑ καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. καρκιν ίας)] … Dictionary of Greek
σπερματίαι — σπερματίᾱͅ , σπερματία seed fem dat sg (attic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc nom/voc pl σπερματίᾱͅ , σπερματίας left to ripen for seed masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπερματίαν — σπερματίᾱν , σπερματία seed fem acc sg (attic doric aeolic) σπερματίᾱν , σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg (attic epic doric aeolic) σπερματίας left to ripen for seed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίκυος — και σικυός, ο, ΝΑ 1. η αγγουριά 2. ο καρπός τής αγγουριάς, το αγγούρι 3. φρ. «σίκυος ο πέπων» βλ. πέπων αρχ. φρ. α) «σίκυος σπερματίας» ώριμο αγγούρι β) «σίκυος ὁ ἄγριος» το φυτό ελατήριο, η πικραγγουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σικύα, κατά … Dictionary of Greek
σπερματίου — σπερμάτιον neut gen sg σπερματίας left to ripen for seed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)