-
1 σπειρόπωλις
σπειρόπωλιςfor the sale of old clothes: fem nom sg -
2 σπειρόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπειρόπωλις
-
3 σπειρόπωλις
σπειρό-πωλις, ἡ, Kleider-, Trödelmarkt
См. также в других словарях:
σπειρόπωλις — for the sale of old clothes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπειρόπωλις — ώλιδος, ἡ, Α φρ. «σπειρόπωλις ἀγορά» αγορά στην οποία πωλούσαν παλιά ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + πωλις (< πώλης* + κατάλ. ις, ιδος), πρβλ. σιτό πωλις] … Dictionary of Greek