-
1 σπατάλα
σπατάλᾱ, σπατάληwantonness: fem nom /voc /acc dualσπατάλᾱ, σπατάληwantonness: fem nom /voc sg (doric aeolic)σπατάλᾱ, σπαταλάωlive softly: pres imperat act 2nd sgσπατάλᾱ, σπαταλάωlive softly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 σπαταλά
σπαταλάωlive softly: pres subj mp 2nd sgσπαταλάωlive softly: pres ind mp 2nd sg (epic)σπαταλάωlive softly: pres subj act 3rd sgσπαταλάωlive softly: pres ind act 3rd sg (epic) -
3 σπαταλᾷ
σπαταλάωlive softly: pres subj mp 2nd sgσπαταλάωlive softly: pres ind mp 2nd sg (epic)σπαταλάωlive softly: pres subj act 3rd sgσπαταλάωlive softly: pres ind act 3rd sg (epic) -
4 σπάταλα
επίρρ. расточительно -
5 σπατάλας
σπατάλᾱς, σπατάληwantonness: fem acc plσπατάλᾱς, σπατάληwantonness: fem gen sg (doric aeolic)σπατάλᾱς, σπαταλάωlive softly: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
6 σπαταλάν
σπατάληwantonness: fem gen pl (doric aeolic)σπαταλάωlive softly: pres part act masc voc sg (doric aeolic)σπαταλάωlive softly: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)σπαταλάωlive softly: pres part act masc nom sg (doric aeolic)σπαταλᾶ̱ν, σπαταλάωlive softly: pres inf act (epic doric)σπαταλάωlive softly: pres inf act (attic doric)——————σπαταλάωlive softly: pres inf act
См. также в других словарях:
σπατάλα — σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc/acc dual σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly pres imperat act 2nd sg σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαταλᾷ — σπαταλάω live softly pres subj mp 2nd sg σπαταλάω live softly pres ind mp 2nd sg (epic) σπαταλάω live softly pres subj act 3rd sg σπαταλάω live softly pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπατάλας — σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem acc pl σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem gen sg (doric aeolic) σπατάλᾱς , σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα … Dictionary of Greek
αδειοπούγγης — ο 1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος 2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + πουγγί] … Dictionary of Greek
αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα … Dictionary of Greek
δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… … Dictionary of Greek
κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… … Dictionary of Greek
κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… … Dictionary of Greek
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
παλινεκχυμενίτας — παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α) αυτός που σπαταλά εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ] … Dictionary of Greek