Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπαταλᾷ

  • 1 σπατάλα

    σπατάλᾱ, σπατάλη
    wantonness: fem nom /voc /acc dual
    σπατάλᾱ, σπατάλη
    wantonness: fem nom /voc sg (doric aeolic)
    σπατάλᾱ, σπαταλάω
    live softly: pres imperat act 2nd sg
    σπατάλᾱ, σπαταλάω
    live softly: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > σπατάλα

  • 2 σπαταλά

    σπαταλάω
    live softly: pres subj mp 2nd sg
    σπαταλάω
    live softly: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σπαταλάω
    live softly: pres subj act 3rd sg
    σπαταλάω
    live softly: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σπαταλά

  • 3 σπαταλᾷ

    σπαταλάω
    live softly: pres subj mp 2nd sg
    σπαταλάω
    live softly: pres ind mp 2nd sg (epic)
    σπαταλάω
    live softly: pres subj act 3rd sg
    σπαταλάω
    live softly: pres ind act 3rd sg (epic)

    Morphologia Graeca > σπαταλᾷ

  • 4 σπάταλα

    επίρρ. расточительно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σπάταλα

  • 5 σπατάλας

    σπατάλᾱς, σπατάλη
    wantonness: fem acc pl
    σπατάλᾱς, σπατάλη
    wantonness: fem gen sg (doric aeolic)
    σπατάλᾱς, σπαταλάω
    live softly: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > σπατάλας

  • 6 σπαταλάν

    σπατάλη
    wantonness: fem gen pl (doric aeolic)
    σπαταλάω
    live softly: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    σπαταλάω
    live softly: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    σπαταλάω
    live softly: pres part act masc nom sg (doric aeolic)
    σπαταλᾶ̱ν, σπαταλάω
    live softly: pres inf act (epic doric)
    σπαταλάω
    live softly: pres inf act (attic doric)
    ——————
    σπαταλάω
    live softly: pres inf act

    Morphologia Graeca > σπαταλάν

См. также в других словарях:

  • σπατάλα — σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc/acc dual σπατάλᾱ , σπατάλη wantonness fem nom/voc sg (doric aeolic) σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly pres imperat act 2nd sg σπατάλᾱ , σπαταλάω live softly imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαταλᾷ — σπαταλάω live softly pres subj mp 2nd sg σπαταλάω live softly pres ind mp 2nd sg (epic) σπαταλάω live softly pres subj act 3rd sg σπαταλάω live softly pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπατάλας — σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem acc pl σπατάλᾱς , σπατάλη wantonness fem gen sg (doric aeolic) σπατάλᾱς , σπαταλάω live softly imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβέρτα — επίρρ. [αβέρτος] 1. στο ύπαιθρο 2. ανοιχτά, διάπλατα 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • αδειοπούγγης — ο 1. αυτός που το πουγγί του δεν έχει χρήματα, φτωχός, θεόφτωχος 2. αυτός που ξοδεύει, που σπαταλά τα χρήματά του, ο άσωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + πουγγί] …   Dictionary of Greek

  • αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • δαψιλής — ές και δαψιλός, ή, ό (AM δαψιλής, ές και δαψιλός, ή, όν) Ι. 1. άφθονος, πλουσιοπάροχος 2. (για πρόσωπα) γενναιόδωρος, σπάταλος αρχ. μσν. επίρρ. δαψιλῶς με αφθονία, γενναιόδωρα, σπάταλα αρχ. (για τόπους) εκτεταμένος, αχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαψιλός… …   Dictionary of Greek

  • κακοπαθώ — και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, έω, Μ και κακοπαθαίνω) [κακοπαθής] (αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῑν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.) νεοελλ. 1. δυστυχώ,… …   Dictionary of Greek

  • κακόσχολος — κακόσχολος, ον (Α) 1. αυτός που σπαταλά τον χρόνο τής σχόλης του κακώς 2. (κλητ. εν. αρσ.) κακόσχολε μηδαμινέ 3. φρ. «κακόσχολοι πνοαί» άνεμοι που ενισχύουν την τεμπελιά, τη ραθυμία 4. ράθυμος, οκνηρός, τεμπέλης. επίρρ... κακοσχόλως (Α) 1. χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… …   Dictionary of Greek

  • παλινεκχυμενίτας — παλινεκχυμενίτας, ὁ (Α) αυτός που σπαταλά εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ἐκχυμῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»