-
1 σπαρτο-πλόκος
σπαρτο-πλόκος, Seile aus σπάρτος drehend, flechtend, Poll. 7, 181.
-
2 σπαρτοπλόκος
σπαρτο-πλόκος, Seile aus σπάρτος drehend, flechtend
См. также в других словарях:
σπαρτοπλόκος — ον Α το αρσ. ως ουσ. ὁ σπαρτοπλόκος αυτός που κατασκευάζει σχοινιά από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιο πλόκος, στεφανη πλόκος] … Dictionary of Greek