-
1 σπαρτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαρτικός
-
2 σπαρτικός
η, ό[ν] сеялочный;σπαρτική μηχανή — сеялка
-
3 σπαρτικούς
σπαρτικόςvegetative: masc acc pl -
4 высевающий
επ. από μτχ.σπαρτικός•-ая машина σπαρτική μηχανή.
См. также в других словарях:
σπαρτικός — ή, ό / σπαρτικός, ή, όν, ΝΑ [σπαρτός] νεοελλ. 1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά 2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά τα έξοδα για τη σπορά 3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή» (γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
σπαρτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπορά: Αγόρασε καινούρια σπαρτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαρτικούς — σπαρτικός vegetative masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)