-
1 σπαργανιώτης
σπαργανιώτης, ὁ, Wickelkind, H. h. 2, 301, wie εἰραφιώτης gebildet.
-
2 σπαργανιώτης
σπαργανιώτης, ὁ, Wickelkind
См. также в других словарях:
σπαργανιώτης — ὁ, Α παιδί στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα ιώτης (πρβλ. στρατ ιώτης)] … Dictionary of Greek
σπαργανιῶτα — σπαργανιώτης child in swaddlingclothes masc voc sg σπαργανιώτης child in swaddlingclothes masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek