-
1 σπαραγματ-ώδης
σπαραγματ-ώδης, ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
-
2 σπαραγματώδης
σπαραγματ-ώδης, ες, krampfhaft, -artig
1 σπαραγματ-ώδης
σπαραγματ-ώδης, ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
2 σπαραγματώδης