-
1 σπαθίτης
-
2 σπαθίτης
-
3 σπαθίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίτης
-
4 σπαθίτην
σπαθίτηςpalm: masc acc sg (attic epic ionic) -
5 σπαθίτου
σπαθίτηςpalm: masc gen sg -
6 σπαθίτη
-
7 σπαθίτῃ
См. также в других словарях:
σπαθίτης — ὁ, Α φρ. «σπαθίτης οἶνος» οίνος που παρασκευάζεται από φοινίκια, από χουρμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη «κλαδί φοίνικα» + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σπαθίτην — σπαθίτης palm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίτου — σπαθίτης palm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίτῃ — σπαθίτης palm masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek