-
1 σπαδόνισμα
σπαδόνισμα, τό, = Folgdm, σπαδονίσματα μαστῶν χαλᾴ, Mel. 67 (V, 204).
-
2 σπαδονισμός
σπαδονισμός ὁ, u. σπαδόνισμα, τό, das Reißen, Zerreißen; ἤχων σπαδονισμ οί, das Gehör zerreißende, scharfe Mißtöne
См. также в других словарях:
σπαδόνισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαδονίζω] χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
σπαδονίσματα — σπαδόνισμα flaccidity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάθισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαθίζω] (κατά τον Ησύχ.) σπαδόνισμα* … Dictionary of Greek