-
1 σπήλαια
σπήλαιονgrotto: neut nom /voc /acc pl -
2 σπήλαια
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σπήλαια
-
3 βαθύ-στομος
βαθύ-στομος, tiefmündig, mit tiefer Oeffnung, σπήλαια Strab.; – tiefschneidend, βουπλήξ Qu. Sm. 1, 337.
-
4 αντηχεω
дор. ἀντᾱχέω откликаться, отзываться(λαμπρῷ κρότῳ Plut.; ὥσπερ τὰ σπήλαια Luc.)
παράλληλον ἀναφώνημα ἀ. Plut. — издавать ответный крик;ἀ. παιᾶνα Eur. — запевать в ответ пэан -
5 κρυπτω
1) закрывать, покрывать, прикрывать(κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.)
; pass. прикрываться(ὑπ΄ ἀσπίδι Hom.)
2) скрывать, укрывать, прятать(τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ΄ εἵματος Eur.; τέν ἀληθινέν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT.)
σύ μ΄ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ΄ ἄλσος Soph. — уведи меня с дороги и скрой в роще;λόχμην κενώσας, ἔνθ΄ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. — покинув рощу, где мы скрывались;pass. — скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.):κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. — погружаться во что-л.;κεκρυμμένη νάπη Soph. — укрытая долина3) хоронить, погребать(γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.)
4) скрывать, утаивать(οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT.)
τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. — одно сказать, а другое утаить;φάρμακα κεκρυμμένα Eur. — тайные снадобья -
6 σπήλαιον
-ου + τό N 2 15-23-12-2-3=55 Gn 19,30; 23,9.11.17(bis)*Jer 12,9 σπήλαιον hiding place-עיט ġāta (Arab.) for MT עיט bird of prey; *Jer 27(50),26 ὡς σπήλαιον as a cave-מערה/כ for MT כמו־ערמים like heaps of grain; *Hab 2,15 τὰ σπήλαια αὐτῶν their caves-מערותיהם for MT מעוריהם ערה nakedness?, cpr. 1QpHab 9,3 מועדיהם מועד their meet-ings, their feasts?Cf. CAIRD 1969=1972 146; DRIVER, G. 1955 139(Jer 12,9); EMERTON 1969, 185-188 -
7 βαθύστομος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύστομος
-
8 γρωθύλοι
γρωθύλοι· γωλιοί, σπήλαια, Hsch. [full] γρωθώνη· σαπρὰ γραῦς, οἱ δὲ τὴν παλαιὰν ὄνησιν, Id. [full] γρώνα (s. v. l.), ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γρωθύλοι
-
9 λαβύρινθος
A labyrinth or maze, a large building consisting of numerous halls connected by intricate and tortuous passages: in Egypt, Hdt.2.148, cf. Str.17.1.37; in Crete, Call.Del. 311, D.S.1.61: pl., ; name of a building at Rome, IG14.1093; also at Miletus, Milet.7.56, Supp.Epigr.4.446 (iii/ii B. C., pl.).2 prov. of tortuous questions or arguments,ὥσπερ εἰς λ. ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι περικάμψαντες πάλιν ὥσπερ ἐν ἀρχῇ.. ἀνεφάνημεν ὄντες Pl.Euthd. 291b
;λαβυρίνθων σκολιώτερα D.H.Th.40
; Bis Acc.21;λόγων λαβύρινθοι Id.Icar.29
; of ant-hills, Gal.UP1.3; of the rete mirabile Galeni, Id.5.608; of Lycophron's poem. AP9.191; as name of a philosopher, Luc.Symp.6.II any wreathed or coiled up body, εἰνάλιος λ. the twisted sea-snail, AP6.224 (Theodorid.); ἐκ σχοίνων λ. bow-net of rushes, Theoc.21.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβύρινθος
-
10 ὀρειγενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρειγενής
-
11 γῡπη
γῡ́πηGrammatical information: f.Other forms: γύπας καλύβας, καὶ θαλάμας. οἱ δε γυπῶν νεοσσιάς (referring through folk etymology to γύψ, s. v.). οἱ δε τὰς κατὰ γῆς οἰκήσεις, οἱ δε σπήλαια... H.;Origin: SU Eur.Etymology: Connected with Germanic word for `room, cave etc.', ONo kofi, OE cofa, NHG Koben etc. These words may be Eur. substratum words, Beekes KZ 109 (1996)223-227. Aw. gufra- `deep' is prob. unrelated, s. Mayrhofer EWAia s. gabhīráḥ. - On γυπάριον s. γύψ.Page in Frisk: 1,335Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γῡπη
-
12 γωλεός
Grammatical information: m.Meaning: `hole' (Arist.), γωλ\<ε\> ιοί σπήλαια. καὶ αἱ πρὸς θάλασσαν καταδύσεις H.; plur. γωλε(ι)ά (Nic.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: One compared Lith. guõlis, Latv. guol'a `lair, nest' (Lith. guliù `lie (down)') and Arm. kaɫaɫ `hole, hiding-place'. Quite uncertain. IE origin is not very probable. May have been influenced by φωλεός. See Fraenkel KZ 71, 40.Page in Frisk: 1,336Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γωλεός
-
13 κρύπτω
κρύπτω (s. κρυπτός; Hom.+, w. broad range of mng. ‘hide, conceal, cover’; also κρύβω [PGM 12, 322; ApcMos; Mel., P. 23, 155; Jos., Ant. 8, 410, C. Ap. 1, 292], whence the impf. act. ἔκρυβεν GJs 12:3 and the mid. ἐκρυβόμην GPt 7:26, is a new formation in H. Gk. fr. the aor. ἐκρύβην [B-D-F §73; Mlt-H. 214; 245; Reinhold 72. On the LXX s. Helbing 83f]) fut. κρύψω (LXX; GJs 14:1); 1 aor. ἔκρυψα. Pass.: 2 fut. κρυβήσομαι (PsSol 9:3; JosAs 6:3; ApcEsdr; Plut., Mor. 576d); 2 aor. ἐκρύβην (Hellenistic: Lob., Phryn. p. 317; LXX; JosAs 24:21; ApcMos 22 al.; Jos., Ant. 8, 384); pf. 3 sg. κέκρυπται, ptc. κεκρυμμένος.① to keep from being seen, hideⓐ of things and persons, money Mt 25:18 (cp. vs. 25 in 2 below); a treasure that has been found 13:44b (cp. vs. 44a in 2 below). κ. τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός Rv 6:16. Fig. of the key of knowledge Lk 11:52 v.l. Pass. (Philo, Det. Pot. Ins. 128 τὰ ἀποκείμενα ἐν σκότῳ κέκρυπται; Iren. 1, 18, 1 [Harv. I 171, 12]) of a city on an eminence οὐ δύναται κρυβῆναι Mt 5:14; Ox 1 recto, 19f ([Logion 7]=ASyn. 53, ln. 22; s. GTh 32). Of Moses, who escaped detection Hb 11:23. τὸ μάννα τὸ κεκρυμμένον the hidden manna, kept fr. human eyes because it is laid up in heaven Rv 2:17. This is also the place for the pass. κρυβῆναι used in an act. sense hide (Gen 3:8, 10; Judg 9:5; 1 Km 13:6; 14:11; Job 24:4; 29:8; JosAs 6:3 al.; ApcEsdr; ApcMos) Ἰησοῦς ἐκρύβη J 8:59. ἐκρύβη ἀπʼ αὐτῶν 12:36.—ποῦ κρυβήσομαι ἀπὸ τοῦ προσώπου σου; 1 Cl 28:3.ⓑ of states or conditions withdraw from sight or knowledge, hide, keep secret (Delphic commandments: SIG 1268 II, 16 [III B.C.] ἀπόρρητα κρύπτε; Just., D. 90, 2 τύποις τὴν … ἀλήθειαν; Orig., C. Cels. 4, 39, 49) ἐὰν αὐτῆς κρύψω τὸ ἁμάρτημα if I were to conceal (Mary’s) sin GJs 14:1. τὶ ἀπό τινος someth. fr. someone (Synes., Ep. 57 p. 195d; Gen 18:17; TestSol 5:10; TestBenj 2:6) Mt 11:25. Pass. Lk 18:34. Fig. ἐκρύβη ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου it is hidden from your eyes = from you 19:42 (cp. [τὰ] βαθύτερα τῶν κεκρυμμένων νοημάτων ἐν ταῖς γραφαῖς Orig., C. Cels. 7, 60, 34). Of the moral conduct of a person κρυβῆναι οὐ δύνανται 1 Ti 5:25 (Diod S 14, 1, 3 ἀδυνατεῖ κρύπτειν τὴν ἄγνοιαν; cp. Ath., R. 19 p. 71, 30).—κεκρυμμένα hidden, unknown things (Philo, Spec. Leg. 3, 61; Tat. 13, 3 τὸ κεκρυμμένον) Mt 13:35. μαθητὴς κεκρυμμένος a secret disciple J 19:38 (τὸ κεκρυμμένον μυστήριον Hippol., Ref. 5, 8, 7).—W. the result of hiding someth. fr. view (Hipponax [VI B.C.] 25 D. ἀσκέρηισι τοὺς πόδας δασείηισιν ἔκρυψας=you have put my feet in furlined shoes) put (in), mix (in) τὶ εἴς τι someth. in someth. (ζύμην) γυνὴ ἔκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία Lk 13:21 v.l. (s. ἐγκρύπτω).ⓒ cause to disappear, pass. ἵνα ἀνομία πολλῶν ἐν δικαίῳ ἑνὶ κρυβῇ that the lawlessness of so many should be made to disappear in one who is righteous Dg 9:5.ⓓ hide in a safe place ἀπὸ μάστιγος γλώσσης σε κρύψει he will hide you from the scourge of a tongue 1 Cl 56:10 (Job 5:21). Pass. (ParJer 9:6 ᾧ πᾶσα κτίσις κέκρυπται ἐν αὐτῷ) ἡ ζωὴ ὑμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ θεῷ Col 3:3.—If mention is made of the place to which persons or things are brought to hide them fr. view, the word usually means② to keep something from being divulged or discovered, conceal, hide of someth. put in a specific place κ. τι ἐν τῇ γῇ hide someth. in the earth (Apollon. Rhod. 4, 480 κρ. τι ἐν γαίῃ) Mt 25:25 (cp. vs. 18 in 1a above); likew. in pass. θησαυρὸς κεκρυμμένος ἐν τῷ ἀγρῷ a treasure hidden in a field 13:44a (cp. vs. 44b in 1a above). Cp. Ac 7:24 D (cp. ἡ γῆ οὖν κεκρυμμένη ὑπὸ τῶν ὑδάτων=‘totally inundated’ Did., Gen. 31, 2). Of living persons (Paus. 9, 19, 1) Ῥαὰβ αὐτοὺς ἔκρυψεν εἰς τὸ ὑπερῷον ὑπὸ τὴν λινοκαλάμην Rahab concealed them in the upper room under the flax 1 Cl 12:3 (Diod S 4, 33, 9 κ. εἰς; Ps.-Apollod. 1, 4, 1, 4 [=p. 12 ln. 1] and schol. on Apollon. Rhod. 4, 532, 33 ὑπὸ γῆν ἔκρυψε).—κρύπτειν ἑαυτόν hide oneself (En 10:2 κρύψον σεαυτόν; Nicander in Anton. Lib. 28, 3) ἀπό τινος fr. someone (Mary) ἔκρυβεν αὑτὴν ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ (M.) went into hinding from the people of Israel i.e. she did not go out in public GJs 12:3 (cp. Lk 1:24). εἴς τι in someth. ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια they hid themselves in the caves (Diod, S. 4, 12, 2 ἔκρυψεν ἑαυτὸν εἰς πίθον) Rv 6:15.—ἐκρυβόμεθα we remained in hiding GPt 7:26 (Δαυίδ … ἐκρύβετο ἐν τῷ ἀγρῷ Iren. 1, 18, 4 [Harv. I 175, 1]; Did., Gen. 92, 20).—B. 850. DELG. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
Σπήλαια — Ορεινός οικισμός (71 κάτ., υψόμ. 860 μ.), στην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 101 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Ζευγοστάσιο (30 κάτ., υψόμ. 860) … Dictionary of Greek
σπήλαια — σπήλαιον grotto neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ατζάντα, σπήλαια — Σπήλαια της Ινδίας στο ομόσπονδο κράτος της Μαχαράστρα, που θεωρούνται από τα πιο αξιόλογα της Ασίας για τις βραχογραφίες και τα σκαλισμένα στους βράχους γλυπτά τους. Τα έργα αυτά καλύπτουν το χρονικό διάστημα από τον 2o αι. π.Χ. έως τον 5o αι. μ … Dictionary of Greek
Διρού, σπήλαια — Ονομασία τριών σπηλαίων στη νότια ακτή του όρμου Διρού. Τα σπήλαια φημίζονται για το φυσικό τους κάλλος, αλλά και για τη γεωλογική, σπηλαιολογική και αρχαιολογική τους αξία. ΑλεπότρυπαΠροϊστορικό σπήλαιο σε ύψος 18 μ. από τη θάλασσα στον Πύργο… … Dictionary of Greek
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek