-
1 σπάλαθρον
σπάλαθρον, τό, s. σκάλευϑρον.
-
2 σπάλαθρον [2]
-
3 σκάλευθρον
σκάλευθρον, τό, ein Werkzeug der Bäcker, um Feuer u. Kohlen damit zu schüren, Ofenkrücke, Poll. 10, 113, σπάλαϑρον bei Bekker, wie auch 7, 22, wo hinzugesetzt ist οἱ νῦν σκάλευϑρον. Bei den Gramm. finden sich auch folgde Formen dafür: σκάλαυϑρον, σκάλανϑρον, σπάλαϑρον, σπάλεϑρον, σπάλαυϑρον, σπάλανϑρον, πάλαϑρον.
См. также в других словарях:
σπάλαθρον — και σπάλαυθρον και σπαύλαθρον, τὸ, Α εργαλείο με το οποίο ανασκάλευαν τη φωτιά για να δυναμώσει, αλλ. σκάλεθρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. Στην Μυκηναϊκή απαντά ο τ. qaratoro. To χειλοϋπερωικό q τού qaratoro και το χειλικό π τού … Dictionary of Greek
σκάλαυθρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) όργανο με το οποίο ανασκαλεύεται η φωτιά, το σκάλεθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε πιθ. από συμφυρμό τών λ. σκάλευθρον και σπάλαθρον] … Dictionary of Greek
σπάλαυθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον … Dictionary of Greek
σπαλύσσομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπαράσσομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. σπαλ τού τ. σπάλαθρον, κατά τα ρ. σε ύσσω (πρβλ. πομφολ ύσσω)] … Dictionary of Greek
σπαύλαθρον — τὸ, Α βλ. σπάλαθρον … Dictionary of Greek