-
1 σπάθιος
σπάθιος, von der Gestalt einer σπάϑη; σπαϑίην κτένα nennt Opp. Cyn. 1, 296 die kammförmigen Rippen.
-
2 σπάθιος
σπάθιος, von der Gestalt einer σπάϑη; σπαϑίην κτένα, die kammförmigen Rippen
См. также в других словарях:
σπάθιος — α, ο, Ν φρ. «σπάθια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σπάθιο» γεωλ. κανονική παγκόσμια υποδιαίρεση τού τριαδικού και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της … Dictionary of Greek