-
1 akil
σοφός -
2 allame
σοφός -
3 bilge
σοφός -
4 sensé
σοφός -
5 мудрый
-
6 ученый
учен||ый1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:\ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας. -
7 sage
-
8 мудрец
-а α.1. σοφός• γνωστικός•древнегреческий мудрец фалс милетский ο αρχαίος Ελληνας σοφός Θαλής ο Μιλήσιος.
2. εξυπνάκιας. -
9 мудрый
επ., βρ: мудр, -а, -о.σοφός, συνετός, γνωστικός, σώφρονας•мудрый человек γνωστικός άνθρωπος•
мудрый закон σοφός νόμος•
-ая политика συνετή πολιτική•
мудрый совет σοφή συμβουλή•
мудрый вождь σώφρονας αρχηγός.
-
10 Acute
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Acute
-
11 Sagacious
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sagacious
-
12 Sage
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sage
-
13 Shrewd
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shrewd
-
14 Wise
adj.P. and V. σοφός.Very wise: V. and V. πάνσοφος (Plat.), Ar. and P. ὑπέρσοφος (Plat.).Sensible: P. and V. σώφρων, ἔμφρων, εὔβουλος, συνετός, V. ἀρτίφρων (also Plat. but rare P.), φρενήρης, ὀρθόβουλος, Ar. and P. φρόνιμος.——————subs.In what wise: see How.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wise
-
15 человек
ο άνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > человек
-
16 мудрец
мудрецм 0 σοφός, ὁ φρόνιμος, ὁ συνετός, ὁ γνωστικός· ◊ на всякого \мудреца довольно простоты =ί τό ἐξυπνο πουλί ἀπό τή μύτη πιανεται. -
17 муДРый
му́ДР||ыйприл σοφός, συνετός, φρόνιμος. -
18 премудрый
прему́др||ыйприл уст., црон. σοφός. -
19 пядь
пяд||ьж ἡ σπιθαμή:\пядь земли μιά σπιθαμή γής· ◊ будь он семи \пядьей во лбу καί πιό σοφός ἀπό τόν Σωκράτη νά εἶναι... -
20 wise
1) (having gained a great deal of knowledge from books or experience or both and able to use it well.) σοφός2) (sensible: You would be wise to do as he suggests; a wise decision.) συνετός, φρόνιμος, σώφρων•- wisely- wisdom
- wisdom tooth
- wisecrack
- wise guy
- be wise to
- none the wiser
- put someone wise
- put wise
См. также в других словарях:
σοφός — skilled in any handicraft masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολυμαθής: Ο Σόλωνας ήταν ένας από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας. 2. συνετός, μετρημένος: Οι σοφές συμβουλές του δασκάλου του τον βοήθησαν πολύ στη ζωή. – Η χώρα αυτή κυβερνήθηκε από σοφούς πολιτικούς. 3. κατάλληλος, αυτός που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσποιη(σί)σοφος — ον, Α ο προσποιούμενος τον σοφό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσποιοῦμαι + σοφός, συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
Οὐδεὶς δ’ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. — См. Всезнанья Бог человеку не дал … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σοφά — σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc pl σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc/acc dual σοφά̱ , σοφός skilled in any handicraft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφώτερον — σοφός skilled in any handicraft adverbial comp σοφός skilled in any handicraft masc acc comp sg σοφός skilled in any handicraft neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτω — σοφός skilled in any handicraft masc/neut nom/voc/acc superl dual σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτάτων — σοφός skilled in any handicraft fem gen superl pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέραις — σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl σοφωτέρᾱͅς , σοφός skilled in any handicraft fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφωτέρων — σοφός skilled in any handicraft fem gen comp pl σοφός skilled in any handicraft masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)