-
1 σοφιστικός
σοφιστικός, den Sophisten betreffend; βίος, Plat. Phaedr. 248 e; ἡ σοφιστική, die Kunst des Sophisten, Prot. 316 d; sophistisch, d. i. künstlich redend, arglistig und trügerisch im Disputiren, μὴ σοφιστικούς, ἀλλὰ σοφοὺς καὶ ἀγαϑούς, Xen. Cyn. 13, 7; Luc. Prom. 4.
-
2 σοφιστικος
3свойственный софисту(βίος Plat.)
; софистический(λόγος Arst.)
τὸ σοφιστικὸν γένος Plat. — школа софистов -
3 σοφιστικός
σοφιστικόςof: masc nom sg -
4 σοφιστικός
σοφιστικός, den Sophisten betreffend; ἡ σοφιστική, die Kunst des Sophisten; sophistisch, = künstlich redend, arglistig und trügerisch im Disputieren -
5 σοφιστικός
η, ό[ν] софистический -
6 σοφιστικός
[софистикос] επ софистический. -
7 σοφιστικός
A of or for a sophist, ; τὸ σ. γένος the class of sophists, Id.Sph. 224c; ἡ -κή (sc. τέχνη) sophistry, ib. 224d, al.2 sophistical,μὴ σ. ποιεῖν ἀλλὰ σοφούς X.Cyn.13.7
; ἐροῦμεν σοφὸν ἢ ς.; Pl.Sph. 268b; σ. λόγος fallacy, Arist.Pol. 1307b36; περὶ σ. ἐλέγχων, title of work by Arist. Adv. , Arist.Rh. 1419a14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφιστικός
-
8 σοφιστικά
σοφιστικόςof: neut nom /voc /acc plσοφιστικά̱, σοφιστικόςof: fem nom /voc /acc dualσοφιστικά̱, σοφιστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 σοφιστικώτερον
σοφιστικόςof: adverbial compσοφιστικόςof: masc acc comp sgσοφιστικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
10 σοφιστικόν
σοφιστικόςof: masc acc sgσοφιστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
11 σοφιστικώτατον
σοφιστικόςof: masc acc superl sgσοφιστικόςof: neut nom /voc /acc superl sg -
12 σοφιστικαί
σοφιστικόςof: fem nom /voc pl -
13 σοφιστικοί
σοφιστικόςof: masc nom /voc pl -
14 σοφιστικούς
σοφιστικόςof: masc acc pl -
15 σοφιστικωτάτην
σοφιστικόςof: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
16 σοφιστικωτέροις
σοφιστικόςof: masc /neut dat comp pl -
17 σοφιστικωτέρους
σοφιστικόςof: masc acc comp pl -
18 σοφιστική
σοφιστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
19 σοφιστικήν
σοφιστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 σοφιστικώτατοι
σοφιστικόςof: masc nom /voc superl pl
См. также в других словарях:
σοφιστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… … Dictionary of Greek
σοφιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σοφιστή ή τη σοφιστεία, απατηλός: Τους έπεισε σ όλα με τη σοφιστική ικανότητα που διαθέτει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοφιστικά — σοφιστικός of neut nom/voc/acc pl σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc/acc dual σοφιστικά̱ , σοφιστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικώτερον — σοφιστικός of adverbial comp σοφιστικός of masc acc comp sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικῶν — σοφιστικός of fem gen pl σοφιστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικόν — σοφιστικός of masc acc sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικώτατον — σοφιστικός of masc acc superl sg σοφιστικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικαῖς — σοφιστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικαί — σοφιστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστικοῖς — σοφιστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)