-
1 σοφισματικός
σοφισματικός, zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
См. также в других словарях:
σοφισματικός — ή, όν, Α [σόφισμα, ίσματος] σοφιστικός … Dictionary of Greek
1 σοφισματικός
σοφισματικός, zum σόφισμα gehörig, Sp., bes. ὁ σ. = σοφιστής.
σοφισματικός — ή, όν, Α [σόφισμα, ίσματος] σοφιστικός … Dictionary of Greek