-
1 σοφίστευμα
σοφίστευμα, τό, = σόφισμα, Oenomaus bei Euseb. praep. evang.
-
2 σοφίστευμα
A = σόφισμα, Oenom. ap. Eus.PE6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοφίστευμα
-
3 ἀντι-σοφίστευμα
ἀντι-σοφίστευμα, τό, Gegenräsonnement, K. S.
-
4 σοφιστευμάτων
σοφίστευμαneut gen pl -
5 σοφιστεύματα
σοφίστευμαneut nom /voc /acc pl -
6 ἀντισοφίστευμα
См. также в других словарях:
σοφίστευμα — εύματος, τὸ, Α [σοφιστεύω / ομαι] σόφισμα … Dictionary of Greek
σοφιστευμάτων — σοφίστευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφιστεύματα — σοφίστευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)