-
1 кета
-
2 лосось
-
3 сёмга
-
4 кета
зоол. ο αττακαίος, ο σολομός του Αρκτικού ωκεανού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кета
-
5 сёмга
зоол. о (ευγενής) σολομός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сёмга
-
6 сима
I.(геол) (симпатическая оболочка Земли) η ζώνη του σι-μα (Si-Mg)II.зоол. о σολομός της Άπω Ανατολής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сима
-
7 белорыбица
белорыбицаж ὁ σολομός, τό ἀσπρόψαρο, ὁ λευκίσκος. -
8 кета
кет||аж ὁ σολομός, ὁ ἀττακαΐος. -
9 лосось
ло́со́сьм (рыба) ὁ σολομός, ὁ ἀττα-κεύς. -
10 семга
семгаж ὁ σολομός. -
11 белорыбица
[μπιλαρύμπιτσα] ουσ. θ. σολομός -
12 лосось
[λασός'] ουσ. α. σολομός -
13 сёмга
[σιόμγκα] ουσ. Θ. σολομός -
14 белорыбица
[μπιλαρύμπιτσα] ουσ θ σολομός -
15 лосось
[λασός'] ουσ α σολομός -
16 сёмга
[σιόμγκα] ουσ θ σολομός -
17 кета
-ы κ. -ы θ. σολομός, αττακαίος. -
18 лосось
-я, πλθ. лососи-ей σολομός, αττακαίος, τρώκτης. -
19 сёмга
-и θ.σολομός, αντακαίος ή αττα-καίος (ψάρι).
См. также в других словарях:
σολομός — Όνομα διάφορων ειδών τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των Σολομιδών ή Σαλμονιδών. Το γνωστότερο είδος είναι ο σ. ο ευρωπαϊκός (salmo salar) που ζει στον Ατλαντικό ωκεανό, από όπου, για να γενν ήσει τα αβγά του, ανεβαίνει στα εσωτερικά νερά της… … Dictionary of Greek
σολομός — ο (λ. λατ.), είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέστροφα — Κοινό όνομα μερικών τελεόστεων ψαριών του γένους σολομός (salmo), της οικογένειας των Σολομιδών. Τα ψάρια αυτά, η ταξινόμηση των οποίων μέχρι σήμερα αμφισβητείται, ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης. Κυριότερος εκπρόσωπος τους… … Dictionary of Greek
σολομονόμορφοι — και σολομόρφοι, οι, Ν ζωολ. τάξη πρωτόγονων τελεόστεων ιχθύων με 7 υποτάξεις και 1.000 περίπου αρτίγονα είδη τών γλυκών νερών, τής θάλασσας ή ανάδρομα, μεταξύ τών οποίων είναι τα γνωστά για τη μεγάλη εμπορική αξία τους πέστροφα και σολομός.… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Соломос — (граф Дионисий Σολομος) новогреческий поэт, род. на о ве Занте в 1798 г., учился в Падуанском университете. Борьба за свободу Греции воспламенила его поэтический талант, в 1823 г. он написал известный гимн в честь свободы: Είς την έλευθερίαν ,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
αλατότητα — Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η… … Dictionary of Greek
ιχθυοτροφία — Εκτροφή ψαριών που έχει ως στόχο είτε την παραγωγή αλιευμάτων με προορισμό το εμπόριο είτε τον εμπλουτισμό της ιχθυοπανίδας των εσωτερικών υδάτων. Ο εμπλουτισμός πραγματοποιείται στη θάλασσα ή σε διάφορες λίμνες και ποτάμια με τη διασπορά γόνου… … Dictionary of Greek
μπρικ — το άκλ. 1. το κόκκινο χαβιάρι από τα αβγά τού ψαριού σολομός 2. ως επίθ. κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. brick «τούβλο». Το είδος ονομάστηκε έτσι πιθ. λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
σάλμο — το, Ν ζωολ. γένος σολομονοειδών ιχθύων στο οποίο ανήκουν οι σολομοί και οι πέστροφες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. salmo < νεολατ. salmo < λατ. salmon «σολομός»] … Dictionary of Greek