-
1 σοβαροβλέφαρος
σοβᾰροβλέφᾰρος, ον,A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σοβαροβλέφαρος
-
2 σοβαροβλεφάρους
σοβαροβλέφαροςwith haughty upraised eyebrows: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
σοβαροβλέφαρος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος] … Dictionary of Greek
σοβαροβλεφάρους — σοβαροβλέφαρος with haughty upraised eyebrows masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… … Dictionary of Greek