-
1 ἔθνος
Grammatical information: n.Meaning: `group, heap, swarm' (of people, animals; Hom., Pi.), `class, people' (Hdt.), `foreign people' (Arist.), τὰ ἔθνη `the heathens' (NT); on the meaning Chantr. BSL 43, 52ff.Compounds: As 1. member in ἐθν-άρχης `governor, prince' (LXX, J., NT), as 2. member a. o. in ὁμο-εθνής `belonging to the same people' (Hdt.), ἀλλο-εθνής (hell.).Derivatives: ἐθνικός `belonging to a foreign people, national, traditional, heathen' (hell.), cf. γενικός to γένος; ἐθνίτης `belonging to the same people' (Eust., Suid.), ἐθνισταί οἱ ἐκ τοῦ αὑτοῦ ἔθνους H.; cf. Redard Les noms grecs en - της 22; ἐθνυμών meaning? (Hdn. Gr.; after δαιτυμών?); ἐθνηδόν adv. `per people' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. If - νος is a suffix ( ἔρ-νος, σμῆ-νος; Chantr. Form. 420, Schwyzer 512) one may compare ἔθος (s. v.), perh. from *su̯edh-nos, which like Goth. sibja ` Sippe', the peoples name Suēbī a. o. (IE *s(u̯)ē̆bh- Pok. 883) goes back on the reflexive *s(u̯)e (s. ἕ, ἑ). Other hypotheses by Fick (s. Bq), Fay (s. Kretschmer Glotta 1, 378), Bonfante (s. Schwyzer 512 n. 6). - One connected also ὀθνεῖος (Demokr., Pl.) as `belonging to the ἔθνος' (Fraenkel Gnomon 22, 238); in this case hardly from *su̯e-. The word could be of foreign origin. - From ἔθνος (spoken ἕθνος) Kopt. hεθνος, Arm. het` anos, and also Goth. haiÞno `heathen' (from where the other Germ. words).Page in Frisk: 1,448-449Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔθνος
См. также в других словарях:
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
ЛАКОНИКА — • Laconica, Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… … Реальный словарь классических древностей