См. также в других словарях:
-σμός — βλ. ισμός … Dictionary of Greek
εγελι(ανι)σμός — ο το φιλοσοφικό σύστημα τού Έγελου (Hegel), ο απόλυτος ιδεαλισμός … Dictionary of Greek
νεοκομφουκι(ανι)σμός — ο (φιλοσ.) μεγάλο ορθολογικό κίνημα αναγέννησης τού κομφουκιανισμού που συντελέστηκε στην Κίνα κατά την εποχή Σονγκ, τον 11ο μ.Χ. αιώνα, και το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην κινεζική σκέψη για περισσότερα από 800 χρόνια … Dictionary of Greek
εσμός — (I) ο (AM ἑσμός) 1. (για μέλισσες ή σφήκες) σμήνος 2. πλήθος, αγέλη, ομάδα («ὁ ἑσμὸς τῶν γυναικῶν», Αριστοφ. «ο εσμός τών αιχμαλώτων», Βιζυην.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. έζομαι, ενώ πιο πειστική είναι η ερμηνεία τής λ. από σύνθετο ε… … Dictionary of Greek
ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… … Православная энциклопедия
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
ναυαγησμός — ναυαγησμός, ὁ (Α) ναυαγία*, συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγῶ + κατάλ. σμός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. νουθετῶ: νουθετη σμός] … Dictionary of Greek
ξεναγησμός — ξεναγησμός, ὁ (Μ) η ξεναγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεναγῶ, κατά τα αρσ. σε σμός (πρβλ. νουθετη σμός)] … Dictionary of Greek
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
φανητιασμός — ὁ, Μ τάση για πομπώδη εξωτερική εμφάνιση με σκοπό τον εντυπωσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανητιῶ / φανητία + κατάλ. (α)σμός (πρβλ. σεληνια σμός)] … Dictionary of Greek