1 σμηρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμηρεύς
2 σμιρεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμιρεύς
σμηρεύς — έως, ὁ, Α βλ. σμιρεύς … Dictionary of Greek
σμιρεύς — και σμηρεύς, έως ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον οἰνικὸν εἰς Πεντάπολιν Λιβύης» … Dictionary of Greek