Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σμηνηδόν

См. также в других словарях:

  • σμηνηδόν — in swarms indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηνηδόν — Α επίρρ. κατά σμήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»