-
1 эмалированный
-
2 эмалирование
η σμάλτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эмалирование
-
3 глазированный
глазиро́в||анныйприл γκλασέ/ ζαχαρωτός, ζαχαρωμένος (о фруктах)! λείος, στιλπνός (о бумаге) / σμαλτωμένος (тк. о посуде). -
4 эмалированный
[εμαλιρόβαννυΐ] εκ. σμαλτωμένος -
5 эмалированный
[εμαλιρόβαννυϊ] επ σμαλτωμένος -
6 обливной
επ.σμαλτωμένος, εφυαλωμένος. -
7 эмалированный
επ.επ. από μτχ.εφυαλωμένος, εφυαλωτός, σμαλτωμένος, βερνικωμένος.
См. также в других словарях:
εφυαλωμένος — η, ο επιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνω διάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)] … Dictionary of Greek
εμαγιέ — άκλ. (λ. γαλλ.) 1. (για πήλινα ή μεταλλικά σκεύη) ο σμαλτωμένος: Εμαγιέ κατσαρόλα. 2. ως ουσ., εμαγιέ, το μετάλλινο μαγειρικό σκεύος σμαλ τωμένο: Το φαΐ είναι ακόμη στο εμαγιέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)