-
1 σμήρισμα
σμήρισμα, τό, = σμύρισμα, Sp.
-
2 σμήρισμα
σμήρισμαair-tight fitting: neut nom /voc /acc sg -
3 σμήρισμα
II tube with another passing through it at right angles, tap, stopcock, ib.2.10: [var] Dim. [full] σμηρισμάτιον, τό, ib.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμήρισμα
-
4 σμηρισμάτων
σμήρισμαair-tight fitting: neut gen pl -
5 σμηρίσματα
σμήρισμαair-tight fitting: neut nom /voc /acc pl -
6 σμηρίσματι
σμήρισμαair-tight fitting: neut dat sg -
7 σμηρίσματος
σμήρισμαair-tight fitting: neut gen sg -
8 σμύρισμα
-
9 σμύρισμα
-
10 σμηρίζω
Grammatical information: v.Meaning: `to abrade, to smooth, to polish' (Hero).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Connection with σμῆριγξ seems formally evident, but is semantically not clear (prop. *"depilate" v. t.?). Or lengthened from σμάω, perh. after στηρίζω?Page in Frisk: 2,749Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμηρίζω
См. также в других словарях:
σμήρισμα — air tight fitting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… … Dictionary of Greek
σμηρισμάτων — σμήρισμα air tight fitting neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματα — σμήρισμα air tight fitting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματι — σμήρισμα air tight fitting neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρίσματος — σμήρισμα air tight fitting neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμηρισμάτιον — τὸ, Α [σμήρισμα, ατος] υποκορ. τού σμήρισμα* … Dictionary of Greek
συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] … Dictionary of Greek