Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σμήρισμα

См. также в других словарях:

  • σμήρισμα — air tight fitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήρισμα — τὸ, Α 1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα 2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι,… …   Dictionary of Greek

  • σμηρισμάτων — σμήρισμα air tight fitting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματα — σμήρισμα air tight fitting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματι — σμήρισμα air tight fitting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματος — σμήρισμα air tight fitting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρισμάτιον — τὸ, Α [σμήρισμα, ατος] υποκορ. τού σμήρισμα* …   Dictionary of Greek

  • συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»