-
1 σκυτοτομέω
A cut leather for shoes, to be a shoemaker, Ar.Pl.162.514, Pl.R. 454c, al.; ὑποδήματα ς. Id.Chrm. 161e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοτομέω
-
2 σκυτοτομεῖον
σκῡτοτομ-εῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοτομεῖον
-
3 σκυτοτομία
σκῡτοτομ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοτομία
-
4 σκυτοτομικός
A of or for a shoemaker,τὸ σ. πλῆθος Ar.Ec. 432
; ὁ σ.,= ὁ σκυτοτόμος, Pl.R. 443c; ἡ -κή (sc. τέχνη), = foreg., ib. 333a, etc.;ἡ σ. τέχνη Aeschin.1.97
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοτομικός
-
5 σκυτοτόμος
σκῡτοτόμ-ος (parox.), ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοτόμος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский