Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σκῡρωτός

См. также в других словарях:

  • σκυρωτός — ή, ό / σκυρωτός, ή, όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, ή, ό, Ν νεοελλ. στρωμένος με σκύρα αρχ. στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • σκυρωτός — ή, ό στρωμένος με σκύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυρωτή — σκυρωτός paved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυρωτήν — σκυρωτός paved fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός …   Dictionary of Greek

  • σκυρωτάν — σκυρωτά̱ν , σκυρωτός paved fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»