-
1 σκιαγράφημα
A painting with the shadows,ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht. 208e
; κενὰ -ήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιαγράφημα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский