-
1 σκῆψις
σκῆψις, ἡ, Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung; VLL. erkl. πρόφασις; so Tragg.: τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει, Aesch. Ag. 860; εἰςόρα, μὲ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιϑῇς, Soph. El. 574; σκῆψιν προτείνουσα, Eur. El. 1067; εἰς ἄνδρα σκῆψιν εἶχε, El. 29; σκῆψιν ἐς ποίαν προβαίνων; Or. 747, u. öfter; ἀγὼν οὗτος σκῆψιν οὐκ ἐςδέξεται, Ar. Ach. 367; σκῆψιν ποιεῖσϑαί τι, Etwas zum Vorwande brauchen, Her. 5, 30; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordthat, 1, 147. 5, 30; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ· ἀλλ' οὐ δίκαιον, Dem. 19, 100; οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔϑ' ἡμῖν τοῠ μ ὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, 1, 6; Pol. σκήψεις τινὰς πρὸς τὸν βασιλέα πορισάμενος, 5, 2, 9, u. öfter; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung, Att. Seew. XIV d 60.
-
2 σκῆψις
σκῆψις, ἡ, Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung; σκῆψιν ποιεῖσϑαί τι, etwas zum Vorwande brauchen; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordtat; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung -
3 κατά-σκηψις
κατά-σκηψις, ἡ, das Ein-, Herunterschlagen; der Anfall, Ausbruch einer Krankheit, Diosc.
-
4 ἀπό-σκηψις
ἀπό-σκηψις, ἡ, das Stützen; bes. Medic. das Versetzen der Krankheit in einen einzelnen Theil des Leibes.
-
5 ἐπί-σκηψις
ἐπί-σκηψις, ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προςήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.
-
6 ἐγ-κατά-σκηψις
ἐγ-κατά-σκηψις, ἡ, das Einbrechen, der Anfall, πάϑους ὑδροφόβου Diosc.
-
7 Scepsis
-
8 σκῆμψις
σκῆμψις, ἡ, zw. Formen statt σκήπτω, σκῆψις.
-
9 Scepsis
-
10 ἀπόσκηψις
ἀπό-σκηψις, das Stützen; bes. das Versetzen der Krankheit in einen einzelnen Teil des Leibes -
11 ἐγκατάσκηψις
ἐγ-κατά-σκηψις, ἡ, das Einbrechen, der Anfall -
12 ἐπίσκηψις
ἐπί-σκηψις, ἡ, (1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag. (2) die Anklage; bes. wegen falsches Zeugnisses; wegen Mordes -
13 κατάσκηψις
κατά-σκηψις, ἡ, das Ein-, Herunterschlagen; der Anfall, Ausbruch einer Krankheit
См. также в других словарях:
σκῆψις — pretext fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκήψις — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, στη Μυσία της Μ. Ασίας. Ιδρύθηκε από τους Τρώες και κατά τους ιστορικούς χρόνους κατοικήθηκε από Μιλήσιους άποικους. Οι κάτοικοι της μεταφέρθηκαν από τον Αντίγονο στην Αλεξάνδρεια αλλά αργότερα με την άδεια του Λυσίμαχου… … Dictionary of Greek
σκῆψιν — σκῆψις pretext fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκήψει — σκήπτω prop aor subj act 3rd sg (epic) σκήπτω prop fut ind mid 2nd sg σκήπτω prop fut ind act 3rd sg σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκή̱ψεϊ , σκῆψις pretext fem dat sg (epic) σκή̱ψει , σκῆψις pretext fem dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… … Dictionary of Greek
σκήψεις — σκήπτω prop aor subj act 2nd sg (epic) σκήπτω prop fut ind act 2nd sg σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/voc pl (attic epic) σκή̱ψεις , σκῆψις pretext fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
притворение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (σκῆψις) прикрытие, вид, личина. Мин. мес. нояб. 11 … Словарь церковнославянского языка
Αιολίς — Ονομασία διαφόρων περιοχών της αρχαιότητας που κατοικήθηκαν από τους Αιολείς. 1. Το βορειοδυτικό τμήμα της Μικράς Ασίας μαζί με τα νησιά Λέσβο και Τένεδο. Στην περίοδο της ακμής της, εκτεινόταν από την Προποντίδα και τη χερσόνησο της Κυζίκου στα… … Dictionary of Greek
ԲԱՐՈՒՐ — (մանաւանդ ԲԱՐՈՒՐՔ, րուրս.) NBH 1 468 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c, 15c ԲԱՐՈՒՐ մանաւանդ՝ ԲԱՐՈՒՐՔ. πρόφασις , αἱτία, ὐπόθεσις, σκήψις, περίστασις, ἁφορμή praetextus, causa, ocasio, ansa,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σκηψίων — σκήπτω prop fut part act masc nom sg (doric) σκη̱ψίων , σκῆψις pretext fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκήψεσι — σκή̱ψεσι , σκῆψις pretext fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)