-
1 σκάπτρα
-
2 σκᾶπτρα
См. также в других словарях:
σκᾶπτρα — σκῆπτρον staff neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σκάπτρα
2 σκᾶπτρα
σκᾶπτρα — σκῆπτρον staff neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)