-
1 σκαφηφορέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφηφορέω
-
2 σκαφηφορία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφηφορία
-
3 σκαφηφόρος
σκᾰφήφορ-ος (parox.), ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαφηφόρος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский