-
1 σκίραφος
σκίραφος, ὁ, auch σκείραφος, ein Werkzeug zum Würfelspielen, Würfelbecher. Auch ein durchtriebener Würfelspieler. Bei Hippon. erkl. Eust. 1397 τί με σκιράφοις ἀτιτάλλεις durch πανουργήματα.
-
2 σκίραφος
σκίραφος, ὁ, ein Werkzeug zum Würfelspielen, Würfelbecher. Auch ein durchtriebener Würfelspieler -
3 σκίραφος
σκί̱ραφος, σκίραφοςdice-box: masc nom sg -
4 σκίραφος
σκῐρᾰφ-ος, ὁ,A dice-box, EM717.28: metaph., trickery, cheating, Hippon.86.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκίραφος
-
5 σκιράφοις
σκῑράφοις, σκίραφοςdice-box: masc dat pl -
6 σκιράφου
σκῑράφου, σκίραφοςdice-box: masc gen sg -
7 σκιράφους
σκῑράφους, σκίραφοςdice-box: masc acc pl -
8 σκίραφοι
σκί̱ραφοι, σκίραφοςdice-box: masc nom /voc pl -
9 σκερβόλλω
Grammatical information: v.Meaning: `to vilify, to slander' (Ar. Eq. 821, H.; ipv.), σκερβολεῖ (leg. cum M. - όλλει?) ἀπατᾳ̃ H.; σκέρβολος `vilifying, slandering' (Call. Fr. 281, H.); also κερβόλλουσα (cod. - ολυσσα) λοιδοροῦσα, βλασφημοῦσα, ἀπατῶσα H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Like κερτομέω, - ος (s. vv.) expressive words of unclear formation and dark origin; the "2. member" reminds of βάλλω, βόλος (Brugmann IF 15, 97 f.). On the anlaut Hiersche Ten. aspiratae 218. Cf. W.-Hofmann s. carinō. S. also σκίραφος. -- The variants show that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,726Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκερβόλλω
См. также в других словарях:
σκίραφος — σκί̱ραφος , σκίραφος dice box masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη … Dictionary of Greek
σκ(ε)ιραφώ — έω, Α [σκίραφος] (κατά τον Ησύχ.) συμπεριφέρομαι απατηλώς … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] … Dictionary of Greek
σκιραφώδης — ῶδες, Α [σκίραφος] απατεώνας, κατεργάρης … Dictionary of Greek
σκιράφοις — σκῑράφοις , σκίραφος dice box masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιράφου — σκῑράφου , σκίραφος dice box masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιράφους — σκῑράφους , σκίραφος dice box masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)