Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκώληκας

См. также в других словарях:

  • σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… …   Dictionary of Greek

  • σκώληκας — σκώληξ worm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… …   Dictionary of Greek

  • ετερακίς — ίδος, η νηματώδης σκώληκας τής οικογένειας ασκαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνειο. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. heterakis < αρχ. ελλ. ετερο * + ακίς)] …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… …   Dictionary of Greek

  • παραγόνιμος — ο ζωολ. παρασιτικός σκώληκας που προξενεί τη λοίμωξη παραγονιμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paragonimus (< παρ[α] * + γόνιμος)] …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …   Dictionary of Greek

  • σκουλήκι — το / σκουλήκιν, ΝΜ ζώο με μαλακό επίμηκες, ασπόνδυλο και συσταλτό σώμα, χωρίς σκελετό και άκρα, ο σκώληκας (α. «το σκουλήκι που φωλιάζει εις τον κορμόν τού δένδρου», Καρκβ. β. «σκουλήκια νὰ τὸ φάσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ζωολ. α) γενική κοινή… …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοκτόνος — ο, Ν αυτός που σκοτώνει σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοτροφία — η, Ν η καλλιέργεια τού μεταξοσκώληκα, σηροτροφία, βομβυκοτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»