-
1 нагнуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нагнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. λυγίζω, κάμπτω γέρνω, κλίνω•нагнуть ветку λυγίζω το κλαδί•
нагнуть голову σκύβω το κεφάλι.
2. (με ποσοτική σημ.) λυγίζω•-много дуг λυγίζω πολλές λαιμαριές.
λυγίζω, κάμπτομαι, γέρνω, κλίνω, σκΰφτω•ветки -лись τα κλαδιά λύγισαν, чтобы поднять что-н. σκΰφτω για να σηκώσω κάτι.
-
2 нагнуть
-
3 нагнуться
σκύβω, σκύφτω -
4 наклонить
-
5 наклониться
σκύβω, σκύφτω -
6 нагибаться
нагибать||сяσκύβω, σκύφτω, κύπτω. -
7 пригибаться
пригибать||сяλυγίζω (άμετ.), κάμπτομαι, σκύβω, σκύπτω, σκύφτω.
См. также в других словарях:
σκύφτω — ΝΜ βλ. σκύβω … Dictionary of Greek
σκύφτω — βλ. σκύβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροσκυμμένος — η, ο αυτός που έχει σκύψει ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκυμμένος < σκύφτω] … Dictionary of Greek
σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… … Dictionary of Greek
σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)