Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκύλευσις

См. также в других словарях:

  • σκύλευσις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλεύσει — σκύλευσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σκυλεύσεϊ , σκύλευσις fem dat sg (epic) σκύλευσις fem dat sg (attic ionic) σκῡλεύσει , σκυλεύω strip aor subj act 3rd sg (epic) σκῡλεύσει , σκυλεύω strip fut ind mid 2nd sg σκῡλεύσει , σκυλεύω strip… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλεύσεις — σκύλευσις fem nom/voc pl (attic epic) σκύλευσις fem nom/acc pl (attic) σκῡλεύσεις , σκυλεύω strip aor subj act 2nd sg (epic) σκῡλεύσεις , σκυλεύω strip fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλεύσεσιν — σκύλευσις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλευσιν — σκύλευσις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* …   Dictionary of Greek

  • σκυλεύσεως — σκυλεύσεω̆ς , σκύλευσις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυλεύσῃ — σκυλεύσηι , σκύλευσις fem dat sg (epic) σκῠλεύσῃ , σκύλλω torn fut part act fem dat sg (epic ionic) σκυλάω pres part act fem dat sg (epic ionic) σκῡλεύσῃ , σκυλεύω strip aor subj mid 2nd sg σκῡλεύσῃ , σκυλεύω strip aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»