-
1 σκόρπαινα
-
2 σκόρπαινα
σκόρπαιναfem nom /voc sg -
3 σκόρπαινα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκόρπαινα
-
4 σκόρπαινα
σκόρπαινα, ἡ, ein Fisch -
5 σκορπαίνας
σκορπαίνᾱς, σκόρπαιναfem acc plσκορπαίνᾱς, σκόρπαιναfem gen sg (doric aeolic) -
6 σκορπαίνης
σκόρπαιναfem gen sg (attic epic ionic) -
7 σκόρπαιναι
σκόρπαιναfem nom /voc pl -
8 σκόρπαιναν
σκόρπαιναfem acc sg
См. также в других словарях:
σκόρπαινα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρπαινα — (scorpaena scrofa). Τελεόστεο περκόμορφο ψάρι της οικογένειας των Σκορπαινιδών. Εξαιτίας του χοντρού σχήματος και των πολυάριθμων ακροχορδώνων, η σ. έχει άσχημη εμφάνιση· τα ισχυρά αγκάθια με τα οποία είναι προικισμένο το μπροστινό τμήμα του… … Dictionary of Greek
σκόρπαινα — η βλ. σκορπίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορπαίνας — σκορπαίνᾱς , σκόρπαινα fem acc pl σκορπαίνᾱς , σκόρπαινα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορπαίνης — σκόρπαινα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρπαιναι — σκόρπαινα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόρπαιναν — σκόρπαινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
escorpena — (del lat. «scorpaena», del gr. «skórpaina») f. Nombre dado a varias especies de *peces escorpeniformes del género Scorpaena; como el Scorpaena porcus, de cabeza muy grande y color rojo, muy común en el Cantábrico. ≃ Arangorri, diablo marino,… … Enciclopedia Universal
σκορπαινίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια τελεόστεων ιχθύων, μια από τις σημαντικότερες τής τάξης τών σκορπιονοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scorpaenidae (< scorpaena < σκόρπαινα)] … Dictionary of Greek
σκορπιοί — Όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα γένη αρθρόποδων, της τάξης των σκορπιονιδών, της ομοταξίας των αραχνιδίων. Οι σ. αποτελούνται από ένα μπροστινό τμήμα, που λέγεται πρόσωμα ή κεφαλοθώρακας, προστατευόμενο από μια ραχιαία χιτινώδη ασπίδα… … Dictionary of Greek
σκορπιονοειδείς — οι, Ν ζωολ. τάξη ευρύτατα διαδεδομένων τελεόστεων ιχθύων, που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, καθώς και στα γλυκά νερά, με 20 περίπου οικογένειες, κυριότερες από τις οποίες είναι οι σκορπαινίδες, οι τριγλίδες, οι κοττίδες, οι αγονίδες, οι… … Dictionary of Greek