-
1 σκωπτικοίς
-
2 σκωπτικοῖς
См. также в других словарях:
σκωπτικοῖς — σκωπτικός given to mockery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σκωπτικοίς
2 σκωπτικοῖς
σκωπτικοῖς — σκωπτικός given to mockery masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)