-
1 σκωληκοειδής
σκωληκο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκωληκοειδής
См. также в других словарях:
θαλλοειδής — ές αυτός που έχει μορφή θαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + ειδής* (< είδος), πρβλ. ομο ειδής, σκωληκο ειδής] … Dictionary of Greek
καρκινοειδής — ές (Α καρκινοειδής, ές) 1. όμοιος με καρκίνο*, με κάβουρα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καρκινοειδή ζωολ. ομοταξία οστρακόδερμων αρθροπόδων που ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καρκινοειδές ιατρ. όγκος «μειωμένης… … Dictionary of Greek