-
1 σκωληκοειδούς
-
2 σκωληκοειδοῦς
См. также в других словарях:
σκωληκοειδοῦς — σκωληκοειδής worm shaped masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… … Dictionary of Greek
ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… … Dictionary of Greek
οξυουρίαση — (Ιατρ.). Παρασιτική νόσος, που οφείλεται στην ύπαρξη οξύουρου στο έντερο του ανθρώπου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες αλλά περισσότερο προσβάλλει τα παιδιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του ορθού και … Dictionary of Greek
σκωληκοειδεκτομή — και σκωληκοειδεκτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση τής σκωληκοειδούς αποφύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοειδής + εκτομή] … Dictionary of Greek
σκωληκοειδίτιδα — σκωληκοειδίτιδα, η και σκωληκοειδίτης, ο φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)