-
1 σκυτοδεψικός
σκυτοδεψικόςof: masc nom sg -
2 σκυτοδεψικός
A of or for curriers or currying,ῥοῦς Hp.Liqu.5
: -κή, ἡ (sc. κόπρος), Thphr.CP3.17.5,5.15.2. -ός, ὁ,= σκυτοδέψης, Pl.Grg. 517e, v.l. in Luc.Vit.Auct.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυτοδεψικός
-
3 σκυτοδεψικόν
σκυτοδεψικόςof: masc acc sgσκυτοδεψικόςof: neut nom /voc /acc sg -
4 σκυτοδεψική
σκυτοδεψικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 σκυτοδεψικήν
σκυτοδεψικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 σκυτοδεψικής
-
7 σκυτοδεψικῆς
-
8 σκυτοδεψικού
-
9 σκυτοδεψικοῦ
-
10 ῥοῦς
Aῥόον Hp.Mul.1.31
; dat. sg. fem. ῥόῳ ib.78; gen.ῥοῦ Id.Nat.Mul.32
,34, Thphr.HP3.18.5 (fem.), etc.; butῥοός Hp.Mul.2.181
, Dsc.1.108; dat. ῥοΐ interpol. in Dorio ap. Ath.7.309f:—sumach, Rhus coriaria, Dsc. l.c.2 its fruit, Sol.41, Antiph.142.2, Alex.127.6, PCair.Zen.83.4, 702.29 (iii B.C.); used in medicine, Hp. ll. cc.:—the fruit of one kind (ῥ. Συριακή Gal.19.741
;ῥ. ἐρυθρός Hp.Mul.1.31
, Gal.12.353, cf. 922) was used as a spice:— of another, in tanning,ῥ. βυρσοδεψική Hp.Mul.1.78
;σκυτοδεψικός Ruf.
ap. Orib.8.24.3.II v. ῥόον.
См. также в других словарях:
σκυτοδεψικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοδεψικός — ή, όν, Α [σκυτοδέψης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία 2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική α) (ενν. κόπρος) η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων β) (ενν. τέχνη) η… … Dictionary of Greek
σκυτοδεψικόν — σκυτοδεψικός of masc acc sg σκυτοδεψικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοδεψικοῦ — σκυτοδεψικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοδεψικῆς — σκυτοδεψικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοδεψική — σκυτοδεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυτοδεψικήν — σκυτοδεψικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)