Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σκυτοδεψικός

См. также в других словарях:

  • σκυτοδεψικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικός — ή, όν, Α [σκυτοδέψης] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε βυρσοδέψη ή αυτός που προέρχεται από βυρσοδεψία 2. το θηλ. ως ουσ. ή σκυτοδεψική α) (ενν. κόπρος) η κοπριά που μένει από τα υπολείμματα τής κατεργασίας δερμάτων β) (ενν. τέχνη) η… …   Dictionary of Greek

  • σκυτοδεψικόν — σκυτοδεψικός of masc acc sg σκυτοδεψικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικοῦ — σκυτοδεψικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικῆς — σκυτοδεψικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψική — σκυτοδεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυτοδεψικήν — σκυτοδεψικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»