-
1 σκυταλη-φόρος
σκυταλη-φόρος, einen Stack, Stab, eine Keule tragend, Lob. Phryn. 635.
-
2 σκυταληφόρος
σκυταλη-φόρος, einen Stack, Stab, eine Keule tragend
См. также в других словарях:
σκυταληφόρος — ον, Α αυτός που έφερε σκυτάλη ως όπλο, μαγκουροφόρος («γυσκυταληφόρος μνῆται δὲ καὶ δερματοφόροι καὶ σκυταληφόροι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek