-
1 σκυταλίας
-
2 σκυταλίας
См. также в других словарях:
σκυταλίας — σκυταλίᾱς , σκυταλίας cudgel shaped masc acc pl σκυταλίᾱς , σκυταλίας cudgel shaped masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίας — ὁ, Α αυτός που έχει το σχήμα σκυτάλης, σχήμα ροπάλου («σκυταλίας σίκυος» μακρύ αγγούρι, Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + επίθημα ίας (πρβλ. κροταλ ίας)] … Dictionary of Greek
σκυταλίαν — σκυταλίᾱν , σκυταλίας cudgel shaped masc acc sg (attic epic doric aeolic) σκυταλίας cudgel shaped masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυταλίου — σκύταλον cudgel neut gen sg σκυτάλιον little staff neut gen sg σκυταλίας cudgel shaped masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)